- έχιδνα
- Βλ. λ. οχιά.
* * *η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή)οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.)νεοελλ.ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρουςνεοελλ.-μσν.μτφ. για πρόσ. κακεντρεχής και δόλιοςαρχ.1. μτφ. άπιστη σύζυγος ή άπιστος φίλος ή πονηρή γυναίκα (α. «θανόντος ἐν πλεκταῑσι καὶ σπειράμασιν δεινῆς ἐχίδνης», Αισχύλ.β. «γεννήματα ἐχιδνῶν», ΚΔ)3. ως κύρ. όν. Ἔχιδναχθόνιο τέρας («δεινῆς Ἐχίδνης θρέμμα», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τού *έχιδνος + επίθημα *-ya, παράγωγο και πιο συνηθισμένος τ. τού αρχ. έχις «έχιδνα, φίδι», ο οποίος συνδέεται με τη λ. όφις (βλ. φίδι) και αποτελεί τον αρχικό τ. τής λ. εχίνος* «σκαντζόχοιρος». Το νεοελλ. οχιά προέρχεται από το αρχ. έχις υπό την επίδραση τού τ. όφις, ενώ το όχεντρα < μσν. έχεντρα με την επίδραση τής λ. όφις και κατάληξη -εντρα κατά το σκολόπεντρα < αρχ. έχιδνα.ΠΑΡ. αρχ. εχιδναίος, εχιδνήειςνεοελλ.εχιδνίδαι, εχιδνισμός.ΣΥΝΘ. αρχ. εχιδνοειδής, εχιδνοκέφαλος, εχιδνόκομος, εχιδνοφαγία, εχιδνοχαρήςαρχ.-μσν.εχιδνώδηςμσν.εχιδνολογώ, εχιδνότοκος].
Dictionary of Greek. 2013.